μυσία

μυσία
Ιστορική περιοχή της βορειοδυτικής Μικράς Ασίας, μεταξύ Προποντίδας και Αιγαίου. Η αρχαία Μ. συνόρευε στα Ν με τη Λυδία και στα Α με τη Φρυγία και τη Βιθυνία. Χωριζόταν σε διάφορα τμήματα, τα όρια των οποίων άλλαξαν κατά εποχές: τη Μικρά Μ. ή Ολυμπηνή στα παράλια του Ελλησπόντου και της Προποντίδας μέχρι τον Όλυμπο· τη Μεγάλη Μ. ή Περγαμηνή, η οποία περιλάμβανε το μεγαλύτερο κεντρικό τμήμα· την Τρωάδα, δηλαδή τη νότια ζώνη της ακτής μεταξύ των εκβολών του Καΐκου και του Έρμου· την Τευθρανία, δηλαδή τη νότια ζώνη, όπου ο μυθικός Τεύθρας είχε ιδρύσει το βασίλειο των Μυσών. Το όνομα Μυσία δεν δήλωνε πάντοτε την ίδια σε έκταση περιοχή: κάτω από την κυριαρχία των Περσών αποτελούσε τμήμα της 2ης σατραπείας και περιλάβαινε ουσιαστικά τη Μικρά Μ.· κάτω από τους Ρωμαίους το βόρειο τμήμα και η παραλία μέχρι την Τρωάδα ανήκαν στην επαρχία της Ασίας. Στη Μ. κατοικούσαν διάφοροι λαοί· οι Μυσοί αναφέρονται ήδη στον Όμηρο ως κάτοικοι του Ελλησπόντου, δηλαδή της Μικράς M., κατόπιν προωθήθηκαν προς τα Ν. Η χώρα ακολούθησε την τύχη της υπόλοιπης Μικράς Ασίας: υποτάχθηκε στους Πέρσες (μέσα 6ου αι.), κατακτήθηκε το 333 από τον Αλέξανδρο και διατέλεσε υπό τους Σελευκίδες· τον 3o αι. π.Χ. το βασίλειο της Περγάμου προσάρτησε βαθμιαία ολόκληρη την περιοχή, η οποία πέρασε μαζί του στη Ρώμη το 133 π.Χ. Η Μ. είχε εξελληνιστεί σε μεγάλο βαθμό από την παρουσία πολλών ελληνικών αποικιών και από τις προσπάθειες των βασιλιάδων της Περγάμου.
* * *
μυσία, ἡ (Α)
(προσωνυμία τής Δήμητρος) αυτή που επιφέρει τον κόρο, τον χορτασμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. μυσιῶ*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μυσία — μυσίᾱ , μυσία fem nom/voc/acc dual μυσίᾱ , μυσία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) μυσίᾱ , μυσιάω breathe hard pres imperat act 2nd sg μυσίᾱ , μυσιάω breathe hard imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυσίᾳ — μυσίᾱͅ , μυσία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μυσία — Μῡσίᾱ , Μύσιος fem nom/voc/acc dual Μῡσίᾱ , Μύσιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μυσίᾳ — Μῡσίᾱͅ , Μύσιος fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μύσια — Μύ̱σια , Μύσιος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυσίας — μυσίᾱς , μυσία fem acc pl μυσίᾱς , μυσία fem gen sg (attic doric aeolic) μυσίᾱς , μυσιάω breathe hard imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυσίαν — μυσίᾱν , μυσία fem acc sg (attic doric aeolic) μυσίᾱν , μυσιάω breathe hard imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) μυσίᾱν , μυσιάω breathe hard imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυσιᾶν — μυσία fem gen pl (doric aeolic) μυσιάω breathe hard pres part act masc voc sg (doric aeolic) μυσιάω breathe hard pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) μυσιάω breathe hard pres part act masc nom sg (doric aeolic) μυσιᾶ̱ν , μυσιάω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυσίαι — μυσίᾱͅ , μυσία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυσιῶν — μυσία fem gen pl μυσιάω breathe hard pres part act masc voc sg μυσιάω breathe hard pres part act neut nom/voc/acc sg μυσιάω breathe hard pres part act masc nom sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”